κοσμητής

From LSJ
Revision as of 17:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμητής Medium diacritics: κοσμητής Low diacritics: κοσμητής Capitals: ΚΟΣΜΗΤΗΣ
Transliteration A: kosmētḗs Transliteration B: kosmētēs Transliteration C: kosmitis Beta Code: kosmhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A orderer, director, πολέμου Epigr. ap. Aeschin.3.185; πόλεως κ. legislator, Pl.Lg.844 a; title of Zeus, Paus.3.17.4.    2 at Athens and elsewhere, magistrate in charge of the ἔφηβοι, Arist.Ath.42.2, IG 22.665.10,17 (iii B. C.), 1009.33 (ii B. C.), al., Pl.Ax.366 e, Telesp.50 H., POxy.519.8 (ii A. D.), PFay.85 (iii A. D.), etc.    II adorner, X.Cyr. 8.8.20.    2 cleaner or polisher of temple-statues, IG11(2).154A20 (Delos, iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

κοσμητής: -οῦ, (κοσμέω) ὁ διευθυντής, διατάκτης, πολέμου Ἐπιγράμμ. παρ᾿ Αἰσχίν. 80. 24· κ. πόλεως, νομοθέτης, Πλάτ. Νόμ. 843Ε. 2) ἐν Ἀθήναις, ἄρχων ἔχων ὑπὸ τὴν φροντίδα του τοὺς νέους ἐν τοῖς γυμνασίοις, Τέλης παρὰ Στοβ. 535. 21, Συλλ. Ἐπιγραφ. 118, 245, 254, 258, κ. ἀλλ.· πρβλ. κοσμητεύω. ΙΙ. ὁ κοσμῶν, στολίζων, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 20. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «κοσμητής· ἐνταφιαστής. Κουριεῖς».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui met en ordre, qui dispose, ordonnateur ; à Athènes cosmète, ou surveillant des gymnases;
2 serviteur pour les soins de propreté, sorte de valet de chambre parfumeur ou coiffeur.
Étymologie: κοσμέω.

Greek Monolingual

(II)
ο, θηλ. κοσμήτρια (ΑM κοσμητής, θηλ. κοσμήτρια) κοσμώ
αυτός που καλλωπίζει, ο διακοσμητής
νεοελλ.
ο κοσμήτορας
νεοελλ.-μσν.
μαρμάρινο διάζωμα που στηρίζεται στους κιονίσκους που διαχωρίζουν το ιερό βήμα από τον κυρίως ναό και αποτελεί στοιχείο του βυζαντινού τέμπλου
μσν.-αρχ.
αυτός που καθάριζε τα αγάλματα των ναών
αρχ.
1. αυτός που παρέτασσε τον στρατό
2. νομοθέτης πόλης («τὸν μείζω πόλεως κοσμητὴν νομοθετεῑν», Πλάτ.)
3. (στην Αθήνα) άρχοντας που επόπτευε τους εφήβους, δηλαδή τους νέους ηλικίας από 18 ώς 20 ετών.

Greek Monotonic

κοσμητής: -οῦ, ὁ (κοσμέω),
I. διακοσμητής, διευθυντής, αυτός που βάζει σε τάξη ή που δίνει εντολή, σε Επιγρ. παρά Αισχίν.
II. καλλωπιστής, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

κοσμητής: дор. κοσμητάς, οῦ ὁ
1) устроитель, организатор, руководитель (τοῦ πολέμου Aeschin.);
2) законодатель (τῆς πόλεως Plat.);
3) космет (слуга, ведавший туалетом своего хозяина) Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμητής -οῦ, ὁ [κοσμέω] bestuurder; in Athene toezichthouder op de epheben. schoonheidsspecialist.

Middle Liddell

κοσμητής, οῦ, κοσμέω
I. an orderer, director, Epigr. ap. Aeschin.
II. an adorner, Xen.