σχοινίς
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
(Α), ῖδος, ἡ,
A = σχοινίον, rope, cord, Theoc.23.51. 2 wall-decoration in form of a rope, Supp.Epigr.4.453.17 (Didyma, ii B.C.); similar decoration of a silver cup, OGI214.55 (ibid., iii B.C.). II v.l. for Σχοινῄς (q.v.), Lyc.832.
σχοιν-ίς (B), ίδος [ῐ], poet. fem. of
A σχοίνινος, σχοινίδι κύρτῃ Nic.Al.625.
German (Pape)
[Seite 1057] ίδος, ἡ, bes. poet. fem. zu σχοίνινος, von Binsen gemacht, Nic. Al. 546. ῖδος, ἡ, 1) ein aus Binsen geflochtenes Gefäß, Geräth, Durchschlag, Sieb u. dgl., auch ein Seil, Theocr. 23, 51. – 2) die Frucht des σχοῖνος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
σχοινίς: -ίδος, ἡ, = σχοινίον, Θεόκρ. 23. 51. 2) ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2852, 55, περὶ ἀργυροῦ τινος ποτηρίου λέγεται, σχοινίδα ἔχειν, ὅπερ ἴσως σημαίνει ὅτι ἦτο κατασκευασμένον κατ’ ἀπομίμησιν καλαθίου ἐκ σχοίνων, ἴδε Böckh. II. ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Λυκόφρ. 832, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.
Greek Monolingual
(I)
-ίδος, ἡ, Α
1. το σχοινί
2. τοιχογραφία με παράσταση σχοίνων
3. αργυρό ποτήρι με σχήμα καλαθιού από σχοίνους
4. σχοινῄς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχοῖνος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. σχιν-ίς)].
(II)
-ίδος, ἡ, Α
(ποιητ. μτγν. τ. θηλ.) βλ. σχοίνινος.
Greek Monotonic
σχοινίς: -ῖδος, ἡ, = σχοινίον, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
σχοινίς: ῖδος ἡ веревка Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σχοινίς -ῖδος, ἡ [σχοῖνος] touw, koord. Theocr. Id. 23.51.