κρεοφάγος

From LSJ
Revision as of 16:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον")

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοφάγος Medium diacritics: κρεοφάγος Low diacritics: κρεοφάγος Capitals: ΚΡΕΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: kreophágos Transliteration B: kreophagos Transliteration C: kreofagos Beta Code: kreofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A eating flesh, carnivorous, Hdt.4.186, Arist.PA693a3, etc.; cf. κρεηφάγος.

Greek (Liddell-Scott)

κρεοφάγος: -ον, ὁ ἐσθίων κρέας, σαρκοβόρος, Ἡρόδ. 4. 186, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 7, κτλ.· κρ. ἡμέρα, ἡ πρώτη ἡμέρα μετὰ νηστείαν, Ἐκκλ.· ― ἴδε ἐν λέξ. κρεω-.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
carnivore.
Étymologie: κρέας, φαγεῖν.

Greek Monolingual

-ο (AM κρεοφάγος, -ον, Α και κρεηφάγος, -ον)
αυτός που έχει ως κύρια τροφή του το κρέας («νομάδες εἰσὶ κρεοφάγοι τε καὶ γαλακτοπόται», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -φάγος (< θ. -φαγ, πρβλ. -φαγ-ον, αόρ. του ἐσθίω (πρβλ. ανθρωπο-φάγος, χορτο-φάγος)].

Greek Monotonic

κρεοφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει σάρκες, σαρκοφάγος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κρεοφάγος: Her., Arst. v. l. = κρεωφάγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεοφάγος -ον [κρέας, φαγεῖν] vleesetend.

Middle Liddell

κρεο-φάγος, ον [φᾰγεῖν]
eating flesh, carnivorous, Hdt.