ἄκομος
κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)
English (LSJ)
ον, (κόμη)
A without hair, bald, Luc.VH1.23; of trees, leafless, Poll.1.236.
German (Pape)
[Seite 76] haarlos, neben φαλακρός Luc. Ver. hist. 1, 23; laublos, Poll.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκομος: -ον, (κόμη) ἄνευ κόμης, φαλακρός, Λουκ. περὶ Ἀλ. Ἱστ. 1. 23: ἐπὶ δένδρων, ἄνευ φύλλων, Πολυδ. 1. 236.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans chevelure.
Étymologie: ἀ, κόμη.
Spanish (DGE)
-ον
calvo Luc.VH 1.23, c. ac. de rel. ἀ. τὴν κεφαλήν Poll.2.26
•de árboles sin hojas Poll.1.236.
Greek Monolingual
ἄκομος, -ον (Α) κόμη
αυτός που δεν έχει κόμη, ο φαλακρός.
Greek Monotonic
ἄκομος: -ον (κόμη), ο χωρίς μαλλιά, φαλακρός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἄκομος: безволосый Luc.