ὀχευτής

From LSJ
Revision as of 07:28, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχευτής Medium diacritics: ὀχευτής Low diacritics: οχευτής Capitals: ΟΧΕΥΤΗΣ
Transliteration A: ocheutḗs Transliteration B: ocheutēs Transliteration C: ocheftis Beta Code: o)xeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A = ὀχεῖον 1.1, PCair.Zen.529 (iii B. C.), Hsch. s.v. κήλων; ὀ. ἵππος Dsc.2.79, Gal.6.533, Hippiatr.14: metaph., lewd person, lecher, AP11.318 (Phld.), Corn.ND27.

German (Pape)

[Seite 429] ὁ, der Bespringer, Beschäler, Zuchthengst, Schol. Theocr. 8, 44, vgl. Philodem. 26 (XI, 318).

Greek (Liddell-Scott)

ὀχευτής: -οῦ, ὁ, = ὀχεῖον, Ἡσύχ. - μεταφ., ἄνθρωπος ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος, Ἀνθ. Π. 11. 318.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀχευτής, Α θηλ. ὀχεύτρια) οχεύω
αρσενικό ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική μίξη με θηλυκό, επιβήτορας, βατευτής
αρχ.
μτφ. (για πρόσ.) ακόλαστος, ασελγής.

Russian (Dvoretsky)

ὀχευτής: οῦ ὁ развратник Anth.