διεγγύησις
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
εως, ἡ,
A giving bail or security, D.24.73, IG11(2).287A136 (Delos, iii B. C.), D.Chr.11.18 (pl.). II giving bail for production, τοῦ σώματος D.H.11.32.
German (Pape)
[Seite 617] ἡ, das Verbürgen, Dem. 24, 73; nach Harpocr. κατάστασις τῶν ἐγγυητῶν; Verpfändung, Dion. Hal. 11, 32, τοῦ σώματος.
Greek (Liddell-Scott)
διεγγύησις: -εως, ἡ, ἐγγύησις, ἡ δι’ αὐτῆς ἀπαλλαγή, Δημ. 724. 6, ἴδε Att. Process. σ. 521. ΙΙ. ὑπόσχεσις, Διον. Ἁλ. 11. 32.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 délivrance d’une caution;
2 rachat, libération.
Étymologie: διεγγυάω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
fianza, aval, garantía por condenados en juicio, D.24.73, SB 9798.14 (III a.C.), τὰς διενγυήσεις τῶν ἐπικλήτων TAM 2.508.24 (Pinara I a.C.) en Bull.Epigr.1944.171, δ. τῶν εἰς δουλείαν ἀγομένων D.H.11.31, cf. 32, 46, D.Chr.11.18, Hsch., en arrendamientos y otras transacciones τὰ σύμβολα τῆς διεγγυήσεως UPZ 112.3.6 (III a.C.), cf. IG 11(2).287A.136 (Delos III a.C.), PLille 59.52, PPetr.3.58(e).1.1 (ambos III a.C.), UPZ 217.9 (II a.C.), πέτευρον τᾷ ἱερᾷ συγγραφῇ καὶ τὰς διεγγυήσεσι τῶν τεμενῶν ID 372A.103, cf. 338Aa.19, 354.61, IG 11(2).287A.42 (todas III a.C.).
Greek Monotonic
διεγγύησις: -εως, ἡ, παροχή εγγύησης, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
διεγγύησις: εως ἡ внесение залога, поручительство Dem.
Middle Liddell
διεγγύησις, εως [from διεγγυάω n
a giving of bail, Dem.