ζυγωθρίζω
ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
English (LSJ)
A weigh, examine, Ar.Nu.745, acc. to Sch.: but acc. to Poll.10.26 from ζύγωθρον (the bar of a door), lock up.
German (Pape)
[Seite 1141] unter Schloß u. Riegel legen, Ar. Nubb. 735; Poll. 10, 26. Von
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγωθρίζω: (ζυγὸν IV.) ζυγίζω, ἐξετάζω, Ἀριστοφ. Νεφ. 745, κατὰ τὸν Σχολ., ἀλλὰ κατὰ τὸν Εὐστ. 1550. 13, ἐκ τοῦ ζύγωθρον (ὁ τῆς θύρας μοχλός), κλείω, «μανδαλώνω», πρβλ. Πολυδ Ι΄, 26.
French (Bailly abrégé)
peser ; sel. d’autres mettre sous les verrous, enfermer.
Étymologie: ζυγόν, ὠθέω.
Greek Monolingual
ζυγωθρίζω (Α) ζύγωθρο
1. ζυγίζω, κρίνω, εξετάζω
2. κλείνω, μανταλώνω.
Greek Monotonic
ζῠγωθρίζω: (βλ. ζυγόν IV), σταθμίζω, υπολογίζω, εξετάζω, «ζυγίζω» τα πράγματα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ζῠγωθρίζω: (мысленно) взвешивать, обдумывать (τῇ γνώμῃ κίνησον αὐτὸ καὶ ζυγώθρισον Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζυγωθρίζω [ζυγόν, ὠθέω] afwegen; overdr.. ζυγώθρισον maak een afweging Aristoph. Nub. 745.