θεατροκόπος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
ον, A courting applause, Ptol.Tetr.165:
German (Pape)
[Seite 1190] um den Beifall der Zuschauer buhlend, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
θεᾱτροκόπος: -ον, ἐπιδιώκων ἐπευφημίας καὶ χειροκροτήματα, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 231· πρβλ. δημοκόπος· - ἐντεῦθεν, -κοπέω, ἐπιδιώκω ἐπευφημίας διά τι πρᾶγμα, ὕμνους, ᾄδων ὕμνους, Χρησμ. Σιβ. 5. 141 (ἔνθα τὸ θεα- εἶνε μία συλλαβὴ κατὰ συνίζησιν)· καὶ -κοπία, ἡ, ἐπιδίωξις ἐπευφημίας, Ἀρτεμίδ. 2. 75· πρβλ. θεατροσκοπία.
Greek Monolingual
θεατροκόπος, -ον (Α)
αυτός που επιδιώκει επευφημίες και χειροκροτήματα με δημοκοπικά μέσα και με κολακείες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κόπος. ξυλο-κόπος.