δυσπρόσβατος

From LSJ
Revision as of 14:55, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπρόσβᾰτος Medium diacritics: δυσπρόσβατος Low diacritics: δυσπρόσβατος Capitals: ΔΥΣΠΡΟΣΒΑΤΟΣ
Transliteration A: dysprósbatos Transliteration B: dysprosbatos Transliteration C: dysprosvatos Beta Code: duspro/sbatos

English (LSJ)

ον,

   A hard to approach, Th.4.129, D.C.56.12.

German (Pape)

[Seite 688] schwer zugänglich, λόφος Thuc. 4, 129 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπρόσβᾰτος: -ον, δυσπρόσιτος, δύσβατος, Θουκ. 4. 129.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’accès difficile.
Étymologie: δυσ-, προσβαίνω.

Spanish (DGE)

(δυσπρόσβᾰτος) -ον
de difícil acceso λόφος Th.4.129, χωρίον Poll.1.171, πέτρα D.C.56.12.4, ὄρος D.C.Epit.8.6.1.

Greek Monolingual

δυσπρόσβατος, -ον (Α)
αυτός που έχει δύσκολη πρόσβαση, δυσπρόσιτος.

Greek Monotonic

δυσπρόσβᾰτος: -ον, αυτός που δύσκολα προσεγγίζεται, δύσκολος στην πρόσβαση, δυσπρόσιτος, δύσβατος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

δυσπρόσβᾰτος: малодоступный, неприступный (λόφος Thuc.).

Middle Liddell

δυσ-πρόσβᾰτος, ον
hard to approach, Thuc.

English (Woodhouse)

inaccessible

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)