γομφιάζω

From LSJ
Revision as of 17:44, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γομφιάζω Medium diacritics: γομφιάζω Low diacritics: γομφιάζω Capitals: ΓΟΜΦΙΑΖΩ
Transliteration A: gomphiázō Transliteration B: gomphiazō Transliteration C: gomfiazo Beta Code: gomfia/zw

English (LSJ)

   A have pain in the back teeth or gnash them, γ. τοὺς ὀδόντας LXX Si.30.10.    2 of the teeth, suffer pain, ib.Ez.18.2.

German (Pape)

[Seite 500] beim Durchbrechen der Backenzähne (γομφίοι) Schmerz empfinden, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

γομφιάζω: ἔχω πόνους εἰς τοὺς ὀπίσω ὀδόντας (γομφίους) ἢ τρίζω αὐτούς, γ. τοὺς ὀδόντας Ἑβδ. (Σειράχ λ΄, 10). 2) ἐπὶ τῶν ὀδόντων, πονῶ, αὐτόθι (Ἱεζεκ. ιη΄, 2).

Spanish (DGE)

tener dentera o rechinar los dientes οἱ ὄδοντες τῶν τέκνων ἐγομφίασαν LXX Ez.18.2, c. ac. de rel. γομφιάσεις τοὺς ὀδόντας σου LXX Si.30.10.

Greek Monolingual

γομφιάζω (Α) γομφίος
1. αισθάνομαι πόνο κατά την έκφυση τών γομφίων
2. τρίζω τα δόντια μου
3. πονώ στα δόντια γενικά.