ἀσκευής

From LSJ
Revision as of 15:04, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκευής Medium diacritics: ἀσκευής Low diacritics: ασκευής Capitals: ΑΣΚΕΥΗΣ
Transliteration A: askeuḗs Transliteration B: askeuēs Transliteration C: askevis Beta Code: a)skeuh/s

English (LSJ)

ές,

   A without the implements of his art, Hdt.3.131.    II without furniture, Muson.Fr.14p.71H.

German (Pape)

[Seite 371] ές, = folgdm, Her. 3, 131; neben ἄοικος καὶ ἀκτήμων Muson. Stob. flor. 67, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκευής: -ές, μὴ ἔχων τὰ ἐργαλεῖα τῆς ἑαυτοῦ τέχνης, ἀσκευὴς ἐὼν καὶ ἔχων οὐδὲν τῶν ὅσα περὶ τὴν τέχνην ἐστὶ ἐργαλήια Ἡρόδ. 3. 131. ΙΙ. ὁ ἄνευ σκευῶν οἰκιακῶν ἢ ἐπίπλων, Κράτης ἄοικός τε καὶ ἀσκεὺς καὶ ἀκτήμων τέλεον ἦν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 412. 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans instruments, sans outils.
Étymologie: ἀ, σκεῦος.

Spanish (DGE)

-ές
carente de enseres o instrumentos de un médico ἀσκευής περ ἐών Hdt.3.131, de un pobre ἄοικος τε καὶ ἀ. καὶ ἀκτήμων Muson.Fr.14.

Greek Monolingual

ἀσκευής, -ές (Α) σκεύος
1. αυτός που δεν έχει εργαλεία της τέχνης του
2. εκείνος που δεν έχει έπιπλα.

Greek Monotonic

ἀσκευής: -ές (σκευή), αυτός που δεν έχει τα εργαλεία της τέχνης του, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσκευής: не имеющий инструментов (ἰητρός Her.).

Middle Liddell

σκευή
without the implements of his art, Hdt.