ξυλοπέδη

From LSJ
Revision as of 13:55, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλοπέδη Medium diacritics: ξυλοπέδη Low diacritics: ξυλοπέδη Capitals: ΞΥΛΟΠΕΔΗ
Transliteration A: xylopédē Transliteration B: xylopedē Transliteration C: ksylopedi Beta Code: culope/dh

English (LSJ)

ἡ,    A log of wood tied to the feet, Aq.Jb.13.27,33.11.

German (Pape)

[Seite 281] hölzerner Fußblock, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλοπέδη: ἡ, ξύλινος δεσμὸς τῶν ποδῶν πρὸς τιμωρίαν καταδίκων, Ἀκύλας ἐν Ἰὼβ 13. 27.

Greek Monolingual

ξυλοπέδη, ἡ (ΑΜ)
ξύλινος ποδόδεσμος με τον οποίο έδεναν και ακινητοποιούσαν τα πόδια τών καταδίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + πέδη «δεσμός» (πρβλ. τροχο-πέδη)].