προσυπάρχω

From LSJ
Revision as of 09:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυπάρχω Medium diacritics: προσυπάρχω Low diacritics: προσυπάρχω Capitals: ΠΡΟΣΥΠΑΡΧΩ
Transliteration A: prosypárchō Transliteration B: prosyparchō Transliteration C: prosyparcho Beta Code: prosupa/rxw

English (LSJ)

   A exist besides, δεῖ τὴν τρίτην ἔτι -ειν Arist.GC 335a31; καὶ μηδὲ [ἂν] ταφῆναι προσυπῆρχεν οἴκοι μοι and it would further have been my fate not even to be buried at home, D.21.106.

German (Pape)

[Seite 785] noch dazu vorhanden sein, οὐδε ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, dazu würde ich nicht einmal haben begraben werden können, Dem. 21, 106.

Greek (Liddell-Scott)

προσυπάρχω: ὑπάρχω προσέτι, οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, προσέτι δὲ οὐδὲ νὰ ταφῶ ἠδυνάμην, Δημ. 549. 12, πρβλ. Ἀριστ. π. Γενέσ. καὶ Φθορ. 2. 9, 2.

French (Bailly abrégé)

appartenir à, être donné à.
Étymologie: πρός, ὑπάρχω.

Greek Monolingual

ΝΑ ὑπάρχω
υπάρχω επί πλέον
νεοελλ.
συνυπάρχω μαζί με άλλους.

Greek Monotonic

προσυπάρχω: μέλ. -ξω, υπάρχω επιπλέον, οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί, και επιπλέον ούτε να ταφώ μπορούσα, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

προσυπάρχω: быть еще в наличии: δεῖ καὶ τὴν τρίτην ἔτι π. Arst. необходимо, чтобы (кроме содержания и формы) существовало еще и нечто третье; προσυπάρχει ἐμοί Dem. мне также предстоит (приходится) еще.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-υπάρχω bovendien ten deel vallen, met dat.: μηδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν οἴκοι μοι het was mij ook niet vergund in mijn vaderland begraven te worden Dem. 21.106.

Middle Liddell

fut. ξω
to exist besides, οὐδὲ ταφῆναι προσυπῆρχεν ἐμοί and besides I could not have been buried, Dem.