πευθήν
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ῆνος, ὁ, A inquirer, spy, Luc.Phal.1.10, Alex.23,37, Lib.Or. 4.25, al., Them.Or.34p.461Dind.; simply, questioner, ib.21.253c; περίεργοι καὶ π. inquisitive persons, Arr.Epict.2.23.10.
German (Pape)
[Seite 606] ῆνος, ὁ, Forscher, Horcher, Frager, Späher, Spion, Luc. Alex. 23. 37; Hesych. erkl. πιστοί, περίεργοι.
Greek (Liddell-Scott)
πευθήν: -ῆνος, ὁ, ἐρευνητής, κατάσκοπος, Φιλόξ. 2. 29, Λουκ. Φάλ. 1. 10, Ἀλέξ. 23, 37.
French (Bailly abrégé)
ῆνος (ὁ) :
espion.
Étymologie: πυνθάνομαι.
Greek Monolingual
-ῆνος, ὁ, Α
1. αυτός που κρυφακούει, ο κατάσκοπος
2. εκείνος που εξετάζει να μάθει κάτι
3. περίεργος, αδιάκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πευθ- του πεύθομαι (πρβλ. πευθώ) + επίθημα -ήν, -ῆνος (πρβλ. ἀ-πτ-ήν: πέτομαι, λειχ-ήν: λείχω)].
Greek Monotonic
πευθήν: -ῆνος, ὁ, ερμηνευτής, κατάσκοπος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
πευθήν: ῆνος ὁ разведчик, соглядатай Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πευθήν -ῆνος, ὁ [πεύθω] spion, informant.