θοινατήρ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A one who gives a feast, χαλεπὸς θ. lord of a horrid feast, A.Ag. 1502 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1213] ῆρος, ὁ, der einen Schmaus giebt, Gastgeber, Aesch. Ag. 1483.
Greek (Liddell-Scott)
θοινᾱτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ παρέχων συμπόσιον, χαλεπὸς Θ., κύριος φοβεροῦ συμποσίου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1502.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui donne un festin.
Étymologie: θοίνη.
Greek Monolingual
θοινατήρ, -ῆρος, ὁ (Α) θοινώ
αυτός που παρέχει συμπόσιο («χαλεπὸς θοινατήρ» — κύριος φοβερού συμποσίου, Αισχύλ.).
Greek Monotonic
θοινᾱτήρ: -ῆρος, ὁ (θοινάω), ο άρχοντας του συμποσίου, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θοινᾱτήρ: ῆρος ὁ устроитель пира: χαλεπὸς θ. Aesch. жестокий хозяин (т. е. Атрей, хитростью заставивший брата своего Тиеста отведать мяса собственных сыновей).