θολομιγής
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ές, A mixed with dirt, Onat. ap. Stob.1.1.39.
German (Pape)
[Seite 1214] ές, mit Schmutz, Schlamm vermischt, σῶμα θνητὸν καὶ θ. Onat. bei Stob. ecl. 1, 3, 38, mss. θολομογές.
Greek (Liddell-Scott)
θολομῐγής: -ές, μεμιγμένος μετὰ πηλοῦ, Ὀνάτ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 98.
Greek Monolingual
θολομιγής, -ές (Α)
ανακατωμένος με πηλό, με λάσπη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θολός + -μιγής (< θ. μιγ-πρβλ. ε-μίγ-ην του μ(ε)ίγνυμι), πρβλ. α-μιγής, αμφι-μιγής, θερμο-μιγής.