κανηφορέω
τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars
English (LSJ)
A carry a basket, Ph.2.55, al.; esp. carry the sacred basket in procession, Ar.Lys.646, al., IG2.1204, al., 3.921; κ. Παναθηναίοις Arist.Ath.18.2; also κ. Δήλια καὶ Ἀπολλώνια Durrbach Choix d' Inscriptions de Délos 115 (ii B.C.); τῷ Διὶ τῷ βασιλεῖ Plu.2.772a; Ἴσιδι CIG2298 (Delos), cf. 3602 (Ilium).
German (Pape)
[Seite 1320] den Korb mit den heiligen Geräthen in der Procession tragen, wozu man die schönsten Jungseauen auswählte, Ar. Lys. 646. 1194; τῷ Διΐ Plut. amator. narr. 1; Inscr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰνηφορέω: φέρω τὸ ἱερὸν κάνιστρον ἐν πομπῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 646, 1194, Ἐκκλ. 732, Συλλ. Ἐπιγρ. 431β (προσθῆκαι), κ. ἀλλ.· ἔμελλε γὰρ τῷ Διῒ τῷ βασιλεῖ κανηφορεῖν Πλούτ. 2.771F· Ἴσιδι Συλλ. Ἐπιγρ. 2298, πρβλ. 8602-3· - ἴδε κανηφόρος.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être canéphore.
Étymologie: κανηφόρος.
Greek Monotonic
κᾰνηφορέω: μέλ. -ήσω, κρατώ το ιερό κάνιστρο σε πομπή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰνηφορέω: культ. нести священные корзины в торжественных шествиях Arph., Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κανηφορέω [κανηφόρος] relig. manddraagster zijn (in een processie).
Middle Liddell
κᾰνηφορέω, fut. -ήσω
to carry the sacred basket in procession, Ar. [from κανηφόρος