τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
Full diacritics: κοινοφῠής | Medium diacritics: κοινοφυής | Low diacritics: κοινοφυής | Capitals: ΚΟΙΝΟΦΥΗΣ |
Transliteration A: koinophyḗs | Transliteration B: koinophyēs | Transliteration C: koinofyis | Beta Code: koinofuh/s |
ές, A of common origin, πρόοδος Dam.Pr.52 bis.
κοινοφυής, -ές (Α)
αυτός που έχει κοινή αρχή, κοινή καταγωγή με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -φυής (< φύος, το), πρβλ. αυτο-φυής, μεγαλο-φυής].