μουσόδομος

From LSJ
Revision as of 12:50, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσόδομος Medium diacritics: μουσόδομος Low diacritics: μουσόδομος Capitals: ΜΟΥΣΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: mousódomos Transliteration B: mousodomos Transliteration C: mousodomos Beta Code: mouso/domos

English (LSJ)

ον,    A built by song, of the walls of Thebes, AP9.250 (Honest.).

German (Pape)

[Seite 211] von den Musen, durch Musik gebau't, τείχη, Onest. 6 (IX, 250).

Greek (Liddell-Scott)

μουσόδομος: -ον, ὁ δι’ ᾀσμάτων οἰκοδομηθείς, ἐπὶ τῶν τειχῶν τῶν Θηβῶν, Ἀνθ. Π. 9. 250.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bâti au son de la musique.
Étymologie: μοῦσα, δέμω.

Greek Monolingual

μουσόδομος, -ον (Α)
(για τα θηβαϊκά τείχη) οικοδομημένος με συνοδεία μουσικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + δόμος.

Greek Monotonic

μουσόδομος: -ον (δέμω), αυτός που οικοδομήθηκε με τραγούδια, λέγεται για τα τείχη των Θηβών, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μουσόδομος: воздвигнутый звуками (амфионовых) песен (τείχη Anth.).

Middle Liddell

μουσό-δομος, ον δέμω
built by song, of the walls of Thebes, Anth.