νίπτρον

From LSJ
Revision as of 20:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νίπτρον Medium diacritics: νίπτρον Low diacritics: νίπτρον Capitals: ΝΙΠΤΡΟΝ
Transliteration A: níptron Transliteration B: niptron Transliteration C: niptron Beta Code: ni/ptron

English (LSJ)

τό, (νίζω)

   A water for washing, Poll.10.78: mostly in pl., A.Fr.225, E.Ion1174, Hel.1384, AP12.68 (Mel.); παῖδες ν. ἔδοσαν κατὰ χειρῶν Philox.2.39.    II Νίπτρα, τά, the Bath Scene, title of play by Sophocles on the recognition of Odysseus by his nurse; also applied to Od.19, Arist.Po.1460a26, and to the Bath Scene in that book, ib.1454b30.

German (Pape)

[Seite 257] τό, das Waschwasser; Aesch. frg. 210; ἐκ κρωσσῶν ὕδωρ χεροῖν ἔπεμπε νίπτρα, Eur. Ion 1174; sp. D., νίπτρα ποδῶν, Mel. 14 (XII, 68); Nicarch. 8 (IX, 330).

Greek (Liddell-Scott)

νίπτρον: τό, (νίζω) ὕδωρ διὰ νίψιμον, Πολυδ. Ι΄, 78· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 210, Εὐρ. Ἴων 1174, Ἑλ. 1384, Ἀνθ. Π. 12. 68· ν. ἔδοσαν κατὰ χειρῶν Φιλόξενος παρ’ Ἀθην. 408Ε· πρβλ. χεὶρ 6. ― Τὸ μέρος τῆς Ὀδυσσείας ἔνθα τὸν Ὀδυσσέα ἀναγνωρίζει ἡ τροφὸς αὐτοῦ ἐνῷ νίπτει τοὺς πόδας του, ἐκαλεῖτο Νίπτρα· καὶ ὁ Σοφ. ἔγραψε δρᾶμα περὶ τοῦ Ὀδυσσέως φέρον τὸ ὄνομα τοῦτο.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
eau pour se laver.
Étymologie: νίπτω.

Greek Monolingual

νίπτρον, τὸ (Α)
1. νερό για νίψιμο, για πλύσιμο
2. στον πληθ. νίπτρα
το μέρος της Οδύσσειας κατά το οποίο η τροφός, καθώς νίβει τα πόδια του Οδυσσέα, τον αναγνωρίζει
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Νίπτρα
τίτλος τραγωδίας του Σοφοκλέους με ήρωα τον Οδυσσέα, η οποία δεν διασώθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + επίθημα -τρον (πρβλ. νή-τρον)].

Greek Monotonic

νίπτρον: τό (νίζω), νερό για πλύσιμο των χεριών, κυρίως στον πληθ., σε Ευρ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νίπτρον: τό (преимущ. pl.) вода для омовения Trag., Anth.: τὰ Νίπτρα Arst. Омовение (Одиссея) (часть XIX песни «Одиссеи»).

Middle Liddell

νίπτρον, ου, τό, νίζω
water for washing, mostly in pl., Eur., Anth.