συγκλειστός

From LSJ
Revision as of 19:35, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκλειστός Medium diacritics: συγκλειστός Low diacritics: συγκλειστός Capitals: ΣΥΓΚΛΕΙΣΤΟΣ
Transliteration A: synkleistós Transliteration B: synkleistos Transliteration C: sygkleistos Beta Code: sugkleisto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A shut up, ζόφῳ Luc.Trag.64.    2 with the power of closing, ὄστρακα Arist.HA 528b15.    3 ἔργον συγκλειστόν,= σύγκλεισμα, LXX 3 Ki.7.28.

German (Pape)

[Seite 968] verschlossen, verbunden, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλειστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., κατάκλειστος, συγκεκλεισμένος, ζόφῳ συγκλειστὸς ἡλίου δίχα Λουκ. Τραγῳδοποδάγρα 64. 2) ὁ ἔχων τὴν δύναμιν τοῦ συγκλείεσθαι, ὄστρακα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 11. 3) παρὰ τοῖς Ἑβδ. Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 28) ἔργον συγκλειστὸν = σύγκλεισμα.

French (Bailly abrégé)

ός, ός;
enfermé, enveloppé.
Étymologie: συγκλείω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α συγκλείω
1. ο κλεισμένος μαζί
2. αυτός που έχει τη δύναμη να περικλείει
3. φρ. «ἔργον συγκλειστόν» — σύγκλεισμα.

Russian (Dvoretsky)

συγκλειστός: [adj. verb. к συγκλείω
1) закрытый, окутанный (ζόφῳ Luc.);
2) смыкающийся, запирающийся (ὄστρακα Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγκλειστός -ή -όν [συγκλείω] opgesloten.