ταξίλοχος

From LSJ
Revision as of 19:55, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταξίλοχος Medium diacritics: ταξίλοχος Low diacritics: ταξίλοχος Capitals: ΤΑΞΙΛΟΧΟΣ
Transliteration A: taxílochos Transliteration B: taxilochos Transliteration C: taksilochos Beta Code: taci/loxos

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A commanding a λόχος or division, τ. λαῶν Arist. Pepl.9.

German (Pape)

[Seite 1068] eine Heerschaar ordnend, λαῶν, Arist. ep. (App. 9, 5).

Greek (Liddell-Scott)

ταξίλοχος: -ον, ὁ διοικῶν λόχον, ταξ. λαῶν Ἀνθολ. Π. παράρτ. 9. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui range ou dirige une troupe.
Étymologie: τάσσω, λόχος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που διοικεί στρατιωτικό λόχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + λόχος (πρβλ. ναύ-λοχος)].

Greek Monotonic

ταξίλοχος: -ον, αυτός που διοικεί λόχον ή μεραρχία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ταξίλοχος: ὁ начальник отряда, командир Anth.

Middle Liddell

ταξί-λοχος, ον,
commanding a λόχος or division, Anth.