ξεναγία

From LSJ
Revision as of 09:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενᾱγία Medium diacritics: ξεναγία Low diacritics: ξεναγία Capitals: ΞΕΝΑΓΙΑ
Transliteration A: xenagía Transliteration B: xenagia Transliteration C: ksenagia Beta Code: cenagi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A office of ξεναγός, command of a body of mercenaries, Id.Hisp.44.    2 = σύνταγμα, Ael.Tact.9.4, Arr.Tact.10.3.    b force of two ψιλαγίαι, Ael.Tact.16.3, Arr.Tact.14.4, prob. in Ascl. Tact.6.3.    II guiding of strangers, Hld.7.13.

German (Pape)

[Seite 275] ἡ, 1) das Herumführen der Fremden, Hel. 7, 13. – 2) das Amt eines ξεναγός, Befehl über ein Heer von Miethstruppen, Sp. – Nach B. A. 284 auch σύνταγμα παρὰ Κρησί, eine bestimmte Heeresabtheilung.

Greek (Liddell-Scott)

ξενᾱγία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ξεναγοῦ, ἡ ἐπὶ μισθοφορικοῦ σώματος ἀρχηγία, Ἀππ. Ἰβηρ. 44. 2) «σύνταγμα παρὰ Κρησί. καὶ ὁ ἡγεμὼν τούτων ξεναγὸς» Α. Β. 284. ΙΙ. τὸ ὁδηγεῖν ξένους, Ἡλιόδ. 7. 13.

Greek Monolingual

η (Α ξεναγια) ξεναγός
η περιήγηση, η κατατόπιση και η εξυπηρέτηση τών ξένων σε μια χώρα, ξενάγηση
αρχ.
1. η αρχηγία μισθοφορικών στρατευμάτων
2. (στους Κρήτες) σύνταγμα
3. δύναμη δύο ψιλαγιών, δηλαδή σωμάτων με 250 ελαφρά οπλισμένους στρατιώτες στο καθένα.