οἰνοβαρείων

From LSJ
Revision as of 17:49, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ", [[to be " to ", to [[be ")

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοβᾰρείων Medium diacritics: οἰνοβαρείων Low diacritics: οινοβαρείων Capitals: ΟΙΝΟΒΑΡΕΙΩΝ
Transliteration A: oinobareíōn Transliteration B: oinobareiōn Transliteration C: oinovareion Beta Code: oi)nobarei/wn

English (LSJ)

ὁ,

   A = οἰνοβαρής, Od.9.374,10.555 :—hence οἰνοβᾰρ-έω, to be heavy or drunken with wine, Thgn.503.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοβᾰρείων: ὁ, = οἰνοβαρής, Ὀδ. Ι. 374., Κ. 555· ἐντεῦθεν ἐσχηματίσθη τὸ ῥῆμα, οἰνοβᾰρέω, εἶμαι βεβαρημένος ἐξ οἴνου, μεμεθυσμένος, Θέογν. 503.

French (Bailly abrégé)

nom. sg. part. prés. épq. de οἰνοβαρέω.

English (Autenrieth)

(βαρύς), part.: heavy with wine. (Od.)

Greek Monolingual

οἰνοβαρείων -ωνος, ὁ (Α)
μεθυσμένος («ὁ δ' ἐρεύγετο οἰνοβαρείων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός εκτεταμένος τ. του οἰνοβαρής με κατάλ. -είων (πρβλ. βαρυπν-είων)].

Greek Monotonic

οἰνοβᾰρείων: ὁ, = οἰνοβαρής, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

οἰνοβᾰρείων: adj. m [part. к *οἰνοβαρείω] Hom. = οἰνοβαρής.

Middle Liddell

οἰνο-βᾰρείων, ονος, ὁ, = οἰνοβαρής, Od.]