ἀναντίλεκτος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον, A undisputed, PHib.95.13; incontestable, Cic.QF 2.8.1, Luc.Eun.13; not to be opposed δεήσεις J.AJ19.1.4. Adv. -τως Aen.Tact.31.9, Str.13.3.6, Luc.Cal.6.
German (Pape)
[Seite 199] dem man nicht widersprechen kann, unwidersprechlich, causa, Cic. ad Quint. fr. 2, 10; Ios. Auch adv. -λέκτως, Strab. XIII.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναντίλεκτος: -ον, ὁ μὴ ἐπιδεχόμενος ἀντιλογίαν, Κικ. π. Κόϊντ. ἀδελφ. 2. 10, Λουκ. Εὐν. 13. ― Ἐπίρρ. -τως Στράβ. 622.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incontestable.
Étymologie: ἀ, ἀντιλέγω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1sobre lo que no hay disputa δραχμαί PHib.95.13 (III a.C.), cf. SB 6094.15, 6095.2 (III a.C.).
2 al que no puede oponerse, incontestable: causa Cic.QF 2.9.1, ἀπόδειξις Luc.Eun.13, ὑπόμνησις Hierocl.p.29
•perentorio δεήσεις I.AI 19.24.
II adv. -ως incontestablemente ἀ. ἤλεγξεν Aen.Tact.31.9 ter, ἄξιος μνήμης ... ἀ. ... ἐστιν Str.13.3.6.
Greek Monolingual
-ο (Α ἀναντίλεκτος, -ον) ἀντιλέγω
αυτός που δεν επιδέχεται αντιλογία, αναμφισβήτητος, αναντίρρητος.
Greek Monotonic
ἀναντίλεκτος: -ον, αναντίρρητος, μη επιδεχόμενος αντιλογία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναντίλεκτος: неоспоримый, бесспорный Luc.
Middle Liddell
incontestable, Luc.