ἀδίαντος

From LSJ
Revision as of 11:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδίαντος Medium diacritics: ἀδίαντος Low diacritics: αδίαντος Capitals: ΑΔΙΑΝΤΟΣ
Transliteration A: adíantos Transliteration B: adiantos Transliteration C: adiantos Beta Code: a)di/antos

English (LSJ)

ον, (διαίνω)    A unwetted, ἀδιάντοισι παρειαῖς Simon.37.3; ἀ. ἐξ ἁλός B.16.122; not bathed in sweat, σθένος Pi.N.7.72.    II as Subst., ἀδίαντος, ὁ, maidenhair, Adiantum Capillus-Veneris, Orph. A.915: ἀδίαντον, τό, Theoc.13.41; ἀ. [τὸ μέλαν] Thphr.HP7.10.5: pl., Plu.2.614b.    2 ἀ. τὸ λευκόν, = τριχομανές, Thphr.HP7.14.1, Dsc.4.135.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδίαντος: -ον, ὁ μὴ ὑγρανθείς, παρειαῖς ἀδιάντοισι, Σιμων. 37. 3: = μὴ ὑγρανθείσαις διὰ τοῦ ἱδρῶτος· σθένος, Πινδ. Ν. 7. 107, πρβλ. ἀνιδρωτί, ἀκονιτί. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἀδίαντος, εἶδος φυτοῦ, τὸ πολύτριχον, Ὀρφ. Ἀργ. 918· ὡσαύτως ἀδίαντον, τό, Θεόκρ. 13. 41, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 10, 5.

French (Bailly abrégé)

ος ou η, ον :
non mouillé ; τὸ ἀδίαντον adiante, plante (sorte de fougère).
Étymologie: ἀ, διαίνω.

English (Slater)

ᾰδῐαντος
   1 not bathed in sweat (v. Snell on Bacch. 17. 122.) (ἄκων), ὃς ἐξέπεμψεν παλαισμάτων αὐχένα καὶ σθένος ἀδίαντον pr. (N. 7.73)

Spanish (DGE)

-ον
I no mojado, seco παρειά Simon.38.5, ἀ. ἐξ ἁλός B.17.122, ἄξων ἀ. del carro de Pélope que camina sobre el mar, Philostr.Iun.Im.9.1, ἀ. γυνή referido a Europa cuando va a lomos del toro sobre el mar, Nonn.D.41.241, ἀ. ἄβροχος de un caballo que camina sobre el mar, Nonn.D.43.204
que no produce sudor σθένος Pi.N.7.73.
II bot.
1 subst. ὁ, τὸ ἀ. culantrillo de pozo, cabellera de Venus, Adiantum capillus-veneris L., Hp.Fist.9, Orph.A.915, Plu.2.614b, Theoc.13.41, Thphr.HP 7.10.5, Nic.Th.846, Ael.NA 1.35, Gp.2.5.4, Plin.HN 21.100, Ps.Apull.Herb.51.8, tb. llamado ἀ. τὸ μέλαν por op. al ἀ. τὸ λευκόν Thphr.HP 7.14.1.
2 ἀ. τὸ λευκόν culantrillo menor, Asplenium trichomanes L., Thphr.HP 7.14.1, Dsc.4.135.
3 subst. ὁ ἀ. saxífraga blanca, Saxifraga granulata L., Ps.Apul.Herb.98.7.

• Etimología: Cf. διαίνω.

Greek Monotonic

ἀδίαντος: -ον (διαίνω),
I. αυτός που δεν έχει υγρανθεί, στεγνός, σε Σιμων.
II. ἀδίαντον, τό, είδος φυτού, «το πολύτριχο», σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀδίαντος: неорошенный (потом), т. е. свежий (αὐχὴν καὶ σθένος Pind.).

Middle Liddell

διαίνω
I. unwetted, Simon.
II. ἀδίαντον, τό, a plant, maiden-hair, Theocr.