ἰσόγαιος

From LSJ
Revision as of 23:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόγαιος Medium diacritics: ἰσόγαιος Low diacritics: ισόγαιος Capitals: ΙΣΟΓΑΙΟΣ
Transliteration A: isógaios Transliteration B: isogaios Transliteration C: isogaios Beta Code: i)so/gaios

English (LSJ)

ον,    A of equal height in relation to the land, θάλασσαι Luc. Ner.5: Att. ἰσογέως, even with the ground, τέμνειν ἰσόγεων Thphr.CP 3.7.3:—written ἰσογείως, IG22.1665 (iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 1264] dem Lande gleich, θάλασσα Luc. Ner. 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόγαιος: -ον, ἴσος μὲ τὴν γῆν, Λουκ. Νέρ. 5· Ἀττ. ἰσόγεως, τέμνειν ἰσόγεων, ἴσα μὲ τὴν γῆν, ἕως εἰς τὴν γῆν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 7, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est au niveau de la terre.
Étymologie: ἴσος, γαῖα.

Greek Monolingual

ἰσόγαιος, -ον, Α αττ. τ. ἰσόγεως, -ων και επιγρ. ἰσόγειως, -ων (ΑΜ)
1. αυτός που βρίσκεται στην ίδια επιφάνεια με τη γη «τὰς γὰρ θαλὰσσας ἰσογαίους καὶ ἰσοπέδους οἶδα», Πλούτ.)
2. (ο αττ. τ.) ἰσόγεως
στο ίδιο ύψος με το έδαφος, ισόγειος, ισόπεδος («τέμνειν ἰσόγεων», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -γαιος (< γαῑα), πρβλ. μεσό-γαιος, φιλό-γαιος].

Greek Monotonic

ἰσόγαιος: -ον (γαῖα), ίσος με τη γη, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόγαιος: находящийся вровень с землей (θάλασσα Luc.).

Middle Liddell

ἰσό-γαιος, ον γαῖα
like land, Luc.