στασιασμός
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ὁ,
A raising of sedition, Th.4.130, 8.94, Men.1066, Hell.Oxy.11.1.
German (Pape)
[Seite 929] ὁ, Erregung eines Aufstandes, u. der Aufstand selbst; Thuc. 4, 130. 8, 94; Menand. dei Phot., = στάσις.
Greek (Liddell-Scott)
στᾰσιασμός: ὁ, ἡ ἐξέγερσις ἐπαναστάσεως, Θουκ. 4. 130., 8. 94, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 388.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
soulèvement, sédition.
Étymologie: στασιάζω.
Greek Monolingual
ὁ, Α στασιάζω
υποκίνηση σε στάση, σε εξέγερση.
Russian (Dvoretsky)
στᾰσιασμός: ὁ восстание, возмущение, бунт Thuc., Arst., Men.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στασιασμός -οῦ, ὁ [στασιάζω] conflict, partijstrijd.