χαρμόφρων

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαρμόφρων Medium diacritics: χαρμόφρων Low diacritics: χαρμόφρων Capitals: ΧΑΡΜΟΦΡΩΝ
Transliteration A: charmóphrōn Transliteration B: charmophrōn Transliteration C: charmofron Beta Code: xarmo/frwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (φρήν)

   A heart-delighting, or of joyous heart, epith. of Hermes, h.Merc.127.

German (Pape)

[Seite 1339] ονος, herzerfreuend oder freudiges Herzens, Beiwort des Hermes, H. h. Merc. 127.

Greek (Liddell-Scott)

χαρμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὁ παρέχων χαρὰν εἰς τὰς φρένας ἢ ἔχων φρένας πλήρεις χαρᾶς, φαιδρός, ἐπίθετ. τοῦ Ἑρμοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 127.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui réjouit le cœur ; au cœur joyeux.
Étymologie: χαίρω, φρήν.

Greek Monolingual

-όνος, ὁ, ἡ, Α
1. χαρούμενος, εύθυμος
2. (κατά τον Ησύχ.) «δώτωρ ἐάων
μεγάλως ὠφελῶν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρμη «χαρά, τέρψη» + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πολεμό-φρων, τυραννό-φρων].

Greek Monotonic

χαρμόφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που έχει χαρούμενη καρδιά ή καρδιά περιχαρή, σε Ομηρ. Ύμν.

Russian (Dvoretsky)

χαρμόφρων: 2, gen. ονος радостный, ликующий (эпитет Гермеса) HH.

Middle Liddell

χαρμό-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
heart-delighting, or of joyous heart, Hhymn.