ἁμαξίς
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
ίδος, ἡ, Dim. of ἅμαξα,
A little wagon, Hdt.3.113; go-cart, as child's toy, or cake of that shape, Ar.Nu.864. 2 = ἁμάμαξυς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 115] ίδος. ἡ, dim. von ἅμαξα, kleiner Wagen. Her. 3, 113. Bei Ar. Nubb. 854 als Spielz, ng für Kinder, σκυτίνη 870; VLL. erkl. es auch für Kuchen, wohl aus Mißverstandniß der Stelle.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαξίς: -ίδος, ἡ, ὑποκορ. τοῦ ἅμαξα, = μικρὸν ἁμάξιον, Λατ. plostellum. Ἡρόδ. 3. 113: καὶ ὡς παιγνίδιον διὰ παιδία, Ἀριστοφ. Νεφ. 864.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
petit chariot.
Étymologie: ἅμαξα.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
• Alolema(s): ἀμαξίς Hsch.
• Prosodia: [ᾰ-]
1 carrito Hdt.3.113, IG 22.1673.11, 40, de juguete, Ar.Nu.864, 880, Philostr.Her.19.2, Hsch.
2 tipo de uva de parra Hsch.
Greek Monolingual
ἁμαξὶς (-ίδος), η (Α)
1. μικρή άμαξα
2. αμαξάκι για να παίζουν τα μικρά παιδιά, καροτσάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅμαξα + υποκορ. κατάλ. –ίς].
Greek Monotonic
ἁμαξίς: -ίδος, ἡ, υποκορ. του ἅμαξα, μικρή άμαξα, Λατ. plostellum, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαξίς: ίδος ἡ тележка Her., Arph.
Middle Liddell
[Dim. of ἅμαξα
a little wagon, Lat. plostellum, Hdt., Ar.