ἐπάντλησις

From LSJ
Revision as of 19:10, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάντλησις Medium diacritics: ἐπάντλησις Low diacritics: επάντλησις Capitals: ΕΠΑΝΤΛΗΣΙΣ
Transliteration A: epántlēsis Transliteration B: epantlēsis Transliteration C: epantlisis Beta Code: e)pa/ntlhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A pouring over, as of water over a person bathing, Hp.Acut.65 (pl.), D.S.2.10 (v.l. ὑπ-, pl.).    2 pumping, ὑδάτων Stud.Pal.10.259.15 (V.A.D.).

German (Pape)

[Seite 903] ἡ, das Daraufgießen, Hippocr.; ὑδάτων, die Bewässerung, D. Sic. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάντλησις: -εως, ἡ, ἐπίχυσις, ὡς ὅταν ἐπιχέῃ τις ὕδωρ ἐπὶ λουομένου, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξέων 395, Διόδ. 2. 10 (διάφ. γρ. ὑπ-).

Greek Monolingual

ἐπάντλησις, η (Α) επαντλώ
1. η επίχυση, το χύσιμο υγρού («πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων», Διόδ.) και μτφ. («τὴν βαρεῑαν ταύτην φλεγμονὴν τῆς καρδίας ἡμῶν τῇ ἐπαντλήσει τῶν παρηγορικῶν λόγων διαφορήσας», Γρηγ. Νύσσ.)
2. άντληση νερού.

Russian (Dvoretsky)

ἐπάντλησις: εως ἡ наливание: πρὸς τὰς ἐπαντλήσεις τῶν ὑδάτων ὄργανα Diod. машины для водоснабжения.