ἐπικαταρριπτέω
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
A throw down after, ἑαυτάς X.An.4.7.13.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
jeter ensuite sur.
Étymologie: ἐπί, καταρριπτέω.
Greek Monotonic
ἐπικαταρριπτέω: καταρρίπτω κατόπιν, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαταρριπτέω: (вслед за чем-л. или также) бросать вниз, низвергать (αἱ γυναῖκες ῥίπτουσαι τὰ παιδία εἶτα καὶ ἑαυτὰς ἐπικατερρίπτουν Xen.).