ἰσόω
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
English (LSJ)
[ῐ, exc. in Od. l.c.],
A make equal, τινί τι S.El.686, Ar.V.565 (dub.l.), Hp.Morb.4.39:—Med., ὄνυχας χεῖράς τε ἰσώσαντο they made their nails and hands alike, i.e. used them in like manner, Hes.Sc. 263:—Pass. (with aor. 1 Med.), to be made like or equal to, τοῖσίν κεν ἐν ἄλγεσιν ἰσωσαίμην Od.7.212; θεοῖσι μέν νυν οὐκ ἰσούμενόν σ' . . κρίνοντες S.OT31, cf. 581, Hp.l.c.: abs., ἰσούμενος, opp. κρείττων, Pl. Phdr.239a; to be made level, of a bank, POxy.1674.7(iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1268] gleichmachen, gleichstellen, ausgleichen; δρόμου δ' ἰσώσας τῇ φύσει τὰ τέρματα Soph. El. 676; ὁ σίδηρος ἂν ἰσοῖ τοὺς ἀσθενεῖς τοῖς ἰσχυροῖς Xen. Cyr. 7, 5, 65. – Pass. gleichwerden, gleichkommen, -sein, Soph. O. R. 31; οὔτε κρείττω οὔτ' ἰσούμενον ἀνέξεται Plat. Phaedr. 238 e; so auch aor. med., τοῖσίν κεν ἐν ἄλγεσιν ἰσωσαίμην, ich dürfte ihnen gleich kommen, Od. 7, 212; Hes. Sc. 263 ὄνυχας χεῖράς τε ἰσώσαντο, sie kämpften auf gleiche Weise von beiden Seiten mit Nägeln u. Fäusten.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόω: ῐ: μέλλ. ἰσώσω, καθιστῶ τι ἴσον τινί, δρόμου δ’ ἰσώσας τἀφέσει τὰ τέρματα Σοφ. Ἠλ. 686 (ἴδε ἐν λ. ἄφεσις), Ἀριστοφ. Σφ. 565, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 65. ― Μεσ., πᾶσαι δὲ (αἱ Κῆρες) ἀμφ’ ἑνὶ φωτὶ μάχην ἔθεντο... ἐν δ’ ὄνυχας χεῖράς τε... ἰσώσαντο, καὶ ἐπ’ αὐτοῦ ἐξ ἴσου ἐξέτειναν τοὺς ὄνυχας καὶ τὰς χεῖράς των, δηλ. ἐπετέθησαν κατ’ αὐτοῦ δι’ ἀμφοτέρων, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 263. ― Παθ. καὶ Μέσ., γίνομαι ὅμοιος ἢ ἴσος πρός τινα, τοῖσίν κεν ἐν ἄλγεσιν ἰσωσαίμην Ὀδ. Η. 212· θεοῖσι μὲν νῦν οὐκ ἰσούμενόν σ’... κρίνοντες Σοφ. Ο. Τ. 31, πρβλ. 581, Πλάτ. Φαῖδρ. 239Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
rendre égal, égaler ; Pass. être ou devenir égal de, τινι;
Moy. ἰσόομαι-οῦμαι s’égaler à, τινι.
Étymologie: ἴσος.
Greek Monotonic
ἰσόω: [ῐ], μέλ. -ώσω (ἴσος), εξισώνω κάτι με κάτι άλλο, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ. — Μέσ., ὄνυχας χεῖράς τε ἰσώσαντο, του επιτέθηκαν εξίσου με νύχια και χέρια, σε Ησίοδ. — Παθ., γίνομαι όμοιος ή ίσος με κάποιον, εξισώνομαι, με δοτ., σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόω:
1) равнять, уравнивать (τοὺς ἀσθενεῖς τοῖς ἰσχυροῖς Xen.): τῇ φύσει τὰ τέρματα δρόμου ἰ. Soph. своим (неукротимым) пылом достигать конца пробега (на состязании); ὄνυχας χεῖράς τε ἰσοῦσθαι Hes. пользоваться одинаково и ногтями и руками; τοῖοίν κεν ἰσωσαίμην Hom. к ним следовало бы меня приравнять; θεοῖσι ἰσούμενος Soph. приравниваемый к богам, обожествляемый; οὔτε κρείττω, οὔτ᾽ ἰσούμενον Plat. ни лучшее, ни (даже) равное;
2) досл. выравнивать, перен. исцелять (σῶμα εἰς νόσους πεσὸν δαπάναις ἰσῶσαι - v. l. σῶσαι Cleanthes ap. Plut.).
Middle Liddell
ἴσος
to make equal, Soph., Ar., etc.:—Mid., ὄνυχας χεῖράς τε ἰσώσαντο, i. e. used them in like manner, Hes.:—Pass. to be made like or equal to, c. dat., Od., Soph.