ὑμνῳδία

From LSJ
Revision as of 14:43, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑμνῳδία Medium diacritics: ὑμνῳδία Low diacritics: υμνωδία Capitals: ΥΜΝΩΔΙΑ
Transliteration A: hymnōidía Transliteration B: hymnōdia Transliteration C: ymnodia Beta Code: u(mnw|di/a

English (LSJ)

ἡ,

   A singing of a hymn, hymning, CIG2715a22 (Stratonicea), Porph.Abst.2.34: pl., E.Hel.1434, Ps.-Luc.Philopatr.26, Artem.1.56.    2 = χρησμῳδία, prophetic strain, E.Ion682 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1179] ἡ, das Singen eines Lobgesangs, der Lobgesang selbst, Eur. Hel. 1450; auch Orakel, τίν' ἔχρησας ὑμνῳδίαν Eur. Ion 684.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνῳδία: ἡ, ᾆσις ὕμνου, ψαλμῳδία, Εὐρ. Ἑλ. 1434, Συλλ. Ἐπιγρ. 2751a. 22. ΙΙ. ὕμνος, λυρικὸν ποίημα, ἐν τῷ πληθ., Λουκ. Φιλόπατρ. 26. Ἀρτεμίδ. 1. 56. 2) = χρησμῳδία, προφητικὴ ᾠδή, Εὐρ. Ἴων. 682.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
hymne, poème lyrique.
Étymologie: ὕμνος, ᾠδή.

Greek Monolingual

η / ὑμνῳδία, ΝΜΑ υμνωδός
το να άδει κάποιος ύμνο, ψαλμωδία
νεοελλ.
1. συλλογή εκκλησιαστικών ύμνων
2. μουσ. λόγιος ελληνικός όρος για το ορατόριο
νεοελλ.-μσν.
εκκλησιαστικός ύμνος
αρχ.
1. λυρικό ποίημα
2. προφητική ωδή, χρησμωδία.

Greek Monotonic

ὑμνῳδία: ἡ,
I. ψαλμός ύμνου, εξύμνιση, ψαλμωδία, σε Ευρ.
II. = χρησμῳδία, προφητική ωδή, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνῳδία:
1) торжественное песнопение, гимн Eur., Luc.;
2) вещая песнь, прорицание: τίν᾽ ἔχρησας ὑμνῳδίαν; Eur. что ты напророчил?

Middle Liddell

ὑμνῳδία, ἡ,
I. the singing of a hymn, hymning, Eur.
II. = χρησμῳδία, a prophetic strain, Eur.