ὑπερεχθαίρω
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
A hate exceedingly, Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑ. S.Ant.128 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1195] übermäßig, sehr hassen, τινά, Soph. Ant. 129.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερεχθαίρω: ἐχθαίρω, μισῶ ὑπερβαλλόντως, Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπ. Σοφ. Ἀντ. 128.
French (Bailly abrégé)
haïr avec passion.
Étymologie: ὑπέρ, ἐχθαίρω.
Greek Monolingual
Α
μισώ πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἐχθαίρω «εχθρεύομαι, μισώ»].
Russian (Dvoretsky)
ὑπερεχθαίρω: глубоко ненавидеть (τι Soph.).
Middle Liddell
to hate exceedingly, Soph.