ἑβδομαῖος
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
English (LSJ)
α, ον, A on the seventh day, ἱδρώς Hp.Aph.4.36; ἑ. πυρετός a fever recurring every seven days, Id.Epid.1.24: ἑ. τραγῳδοί Luc.Hist.Conscr.1: with a Verb, διεφθείροντο ἑβδομαῖοι Th.2.49, cf. X.HG5.3.19, Plu.Galb.7; ἑ. ἡμέρα PSI6.690 (i/ii A.D.). 2 seven days old, τράγος Horap.1.48. II ἑβδομ-αῖον, τό, monthly festival of Apollo, IG22.1357 (iv B.C.), cf. ἑβδομαγέτης: pl., Schwyzer 687 B4 (Chios, vii/vi B.C.), 726.6 (Milet., v B. C.).
German (Pape)
[Seite 699] am siebenten Tage, z. B. διεφθείροντο ἑβδομαῖοι Thuc. 2, 49; Xen. Hell. 5, 3, 19; – πυρετός, das am siebenten Tage wiederkehrt, Medic. ἑβδομάκις, siebenmal, Call. Del. 251.
Greek (Liddell-Scott)
ἑβδομαῖος: -α, -ον, κατὰ τὴν ἑβδόμην ἡμέραν, ἱδρὼς Ἱππ. Ἀφ. 1250· ἑβδ. πυρετός, ἐπανερχόμενος κατὰ πᾶσαν ἑβδόμην ἡμέραν, ὁ αὐτ. Ἐπιδημ. τὸ α΄, 961· - μετὰ ῥήματος, ἑβδομαῖοι διεφθείροντο Θουκ. 2. 49, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 19, κτλ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui vient, se fait ou se produit le 7ᵉ jour.
Étymologie: ἑβδόμη.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): dor. ἑβδεμ- IG 42.122.26 (Epidauro IV a.C.); tes. ἑτδομ- SEG 35.492 (Atrax III/II a.C.)
I 1que llega o se presenta al séptimo día ἱδρῶτες Hp.Aph.4.36, τραγῳδοί Luc.Hist.Cons.1
•epít. de Apolo Hebdomeo, e.e., nacido el séptimo día del mes SEG l.c.
•que aparece cada siete días, de la fiebre septana Hp.Epid.1.24
•en uso pred. al séptimo día διεφθείροντο ... ἑβδομαῖοι Th.2.49, cf. X.HG 5.3.19, ἀνηῦρε τὸμ παῖδα ἑβδεμαῖον IG l.c., ἧκεν ... ἐ. Plu.Galb.7, cf. Plb.10.9.7, Luc.Nau.7, Arr.An.1.7.5.
2 séptimo ἡμέρα PSI 690.12 (I/II d.C.), cf. Vett.Val.28.8, 11, ἑ. ἐκδίκησιν δώσει será el séptimo en vengarse Sm.Ge.4.24.
4 que tiene siete días τράγος Horap.1.48.
II neutr. sg. subst. τὸ ἑ. Hebdomeo sacrificio mensual celebrado el día séptimo de cada mes en honor a Apolo IG 22.1357b.8 (IV a.C.)
•tb. plu. τὰ Ἑ. Hebdomeos mismo sent. SEG 16.485.16 (Quíos VI a.C.)
•en Mileto fiesta anual de varios días tb. en honor a Apolo Milet 1(3).133.6, 21 (V a.C.).
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἑβδομαῑος, -α, -ον)
1. αυτός που γίνεται την έβδομη μέρα
2. έβδομος
3. (για πυρετό) αυτός που επανέρχεται κάθε έβδομη μέρα
αρχ.
1. αυτός που έχει ηλικία επτά ημερών
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑβδομαῑον
μηνιαία γιορτή προς τιμήν του Απόλλωνος.
Greek Monotonic
ἑβδομαῖος: -α, -ον, αυτός που γίνεται την έβδομη μέρα, σε Θουκ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἑβδομαῖος: происходящий или приходящийся на седьмой день Thuc., Arst.: ἑ. ἀφ᾽ οὗ ἔκαμεν ἐτελεύτησε Xen. он умер на седьмой день болезни; ἑ. ἧκεν Plut. он пришел на седьмой день.