δημοκόλαξ
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ακος, ὁ, A mob-flatterer, D.H.6.60, Luc.Dem.Enc.31.
German (Pape)
[Seite 563] ακος, ὁ, Volksschmeichler, Dion. Hal. 6, 60; Luc. Dem. enc. 31.
Greek (Liddell-Scott)
δημοκόλαξ: ὁ, ὁ τὸν δῆμον κολακεύων, Διον.Ἁλ. 6.60, Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ.31.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
flatteur du peuple.
Étymologie: δῆμος, κόλαξ.
Spanish (DGE)
-ακος, ὁ
adulador del pueblo πᾶς τύραννος ἐκ δημοκόλακος φύεται D.H.6.60, cf. Luc.Dem.Enc.31, de César, D.C.Epit.Xiph.10.7, de los sofistas, op. πολιτικός Mich.in EN 616.13.
Greek Monotonic
δημοκόλαξ: ὁ, κόλακας του δήμου, αυτός που κολακεύει τη λαϊκή μάζα, τον όχλο, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δημοκόλαξ -ακος, ὁ [δῆμος, κόλαξ] vleier van het volk.
Russian (Dvoretsky)
δημοκόλαξ: ᾰκος ὁ льстящий народу Luc.
Middle Liddell
a mob-flatterer, Luc.