δηρόβιος

From LSJ
Revision as of 18:05, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηρόβῐος Medium diacritics: δηρόβιος Low diacritics: δηρόβιος Capitals: ΔΗΡΟΒΙΟΣ
Transliteration A: dēróbios Transliteration B: dērobios Transliteration C: dirovios Beta Code: dhro/bios

English (LSJ)

Dor. δᾱρ-, ον,    A long-lived, θεοί A.Th.524 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 568] lang lebend, dor. δαροβ., Aesch. Spt.

Greek (Liddell-Scott)

δηρόβιος: Δωρ. δαρ-, ον, μακροχρόνιος, μακρόβιος, Αἰσχύλ. Θήβ. 524.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dor. δαρόβιος;
qui a une longue vie.
Étymologie: δηρός, βίος.

Greek Monolingual

δηρόβιος και δωρ. τ. δαρόβιος -ον (Α)
αιωνόβιος, μακροχρόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δηρός + βίος.

Greek Monotonic

δηρόβιος: Δωρ. δαρ-, -ον, μακρόβιος, μακροζώητος, πολύχρονος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δηρόβιος -ον Dor. δᾱρόβιος [δηρός, βίος] langlevend.

Russian (Dvoretsky)

δηρόβιος: дор. δᾱρόβιος 2 досл. долговечный, перен. бессмертный (θεοί Aesch.).

Middle Liddell

[from δηρός
long-lived, Aesch.