ῥοδόμηλον

From LSJ
Revision as of 18:15, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδόμηλον Medium diacritics: ῥοδόμηλον Low diacritics: ροδόμηλον Capitals: ΡΟΔΟΜΗΛΟΝ
Transliteration A: rhodómēlon Transliteration B: rhodomēlon Transliteration C: rodomilon Beta Code: r(odo/mhlon

English (LSJ)

Dor. -μᾱλον, τό,

   A rose-apple: metaph. of a plump rosy cheek, Theoc.23.8 (ῥοδομάλλον codd., ῥόδα μάλων Ahrens).    II a confection of roses and quinces, Alex.Trall.1.10.

German (Pape)

[Seite 846] τό, eine Marmelade von Quitten mit Rosen gekocht, Alex. Trall.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδόμηλον: Δωρ. - μᾶλον, τό, ῥόδινον μῆλον· μεταφορ., παρειὰ εὐτραφὴς καὶ ῥοδόχρους, Θεόκρ. 23.8. ΙΙ. γλύκυσμα ἐκ ῥόδων καὶ κυδωνίων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 8.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 pomme-rose, fig. càd joue vermeille ou fraîche comme une rose;
2 confiture de coings et de roses.
Étymologie: ῥόδον, μῆλον².

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ῥοδομᾱλον, τὸ, Α
1. ροδόχρωμο μήλο
2. γλύκισμα από κυδώνι και ροδοπέταλα
3. μτφ. παχουλό και ροδόχρωμο μάγουλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + μῆλον / μᾶλον.

Greek Monotonic

ῥοδόμηλον: Δωρ. -μᾶλον, τό, ρόδινο μήλο· μεταφ., ρόδινο και ευτραφές μάγουλο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ῥοδό-μηλον, δοριξ ῥοδό-μᾱλον, ου, τό,
a rose-apple: metaph. of a rosy cheek, Theocr.