ἐπιρραπίζω

From LSJ
Revision as of 19:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρᾰπίζω Medium diacritics: ἐπιρραπίζω Low diacritics: επιρραπίζω Capitals: ΕΠΙΡΡΑΠΙΖΩ
Transliteration A: epirrapízō Transliteration B: epirrapizō Transliteration C: epirrapizo Beta Code: e)pirrapi/zw

English (LSJ)

   A smite, τινὰ κατὰ κόρρης Aristaenet.1.4; ἐ. τὸ πῦρ beat it out, D.H.1.59.    2. metaph., rebuke, Diog.Bab.Stoic.3.221 (Pass.), Sosicr. ap. Ath.10.422c, Herm.in Phdr.p.85A.    3. Pass., to be checked, of motion, Olymp.in Mete.24.20.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρᾰπίζω: ῥαπίζω, κτυπῶ, τινὰ κατὰ κόρρης Ἀρισταίν. 1. 4· ἐπ. τὸ πῦρ (ἴσως ἐπιρραντίζειν) Διον. Ἁλ. 1. 59. 2) μεταφ., ἐπιπλήττω, Ἀθήν. 168F, 422C.

Greek Monolingual

ἐπιρραπίζω (AM) ραπίζω
ραπίζω, χτυπώ με ραβδί
μσν.
στηλιτεύω, χτυπώ
αρχ.
1. «ἐπιρραπίζω τὸ πῡρ» — σβήνω τη φωτιά με ραβδισμούς
2. μτφ. επιπλήττω, ονειδίζω («ἐπερράπισε Δημήτριον τὸν Φαληρέα σὺν τῇ πήρᾳ τῶν ἄρτων», Αθήν.)
3. χτυπώ με ειρωνεία, ειρωνεύομαι
4. παθ. (για κίνηση) αναστέλλομαι.