πλεονάκις

From LSJ
Revision as of 14:00, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονάκις Medium diacritics: πλεονάκις Low diacritics: πλεονάκις Capitals: ΠΛΕΟΝΑΚΙΣ
Transliteration A: pleonákis Transliteration B: pleonakis Transliteration C: pleonakis Beta Code: pleona/kis

English (LSJ)

[ᾰ], Adv., (πλέων)

   A more frequently, oftener, Hp.Acut.29, Lys.14.30, Pl.Phd.112d, etc.; several times, frequently, Arist.Pol.1299a9, IG22.682.25, 1304.5, PCair.Zen.31.11 (iii B.C.); too often, Hp.Aph.5.16.    II taken more times together, multiplied by a larger number, opp. ἐλαττονάκις, Pl.Tht.148a:—also πλεονάκι, PMagd.25.4 (iii B.C.); πλειονάκις, PCair.Zen.29.2 (iii B.C.), IG12(5).533 (Ceos, iii B. C.), 9(1).694.45 (Corc., ii B.C.); πλειονάκι, Sammelb.4638.18 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 630] adv., öfter, Lys. 14, 30, Plat. Phaed. 112 d; Ggstz ἐλαττονάκις, Theaet. 148 a; Isocr. 3, 19; Arist. eth. 5, 1 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πλεονάκις: [ᾰ], Ἐπίρρ., (πλέων) συχνότερον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388, Λυσ. 142. 27, Πλάτ. Φαίδων 112D, κτλ.· πολλάκις, συχνάκις, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 1, κ. ἀλλ.· παρὰ πολὺ συχνά, Ἱππ. Ἀφ. 1253. ΙΙ. περισσοτέρας φοράς, κατὰ πολλαπλασιασμὸν ἐπὶ μεγαλείτερον ἀριθμόν, ἀντίθετ. τῷ ἐλαττονάκις, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α. ― ὡσαύτως πλειονάκις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1845. 46., 2356. 3.

French (Bailly abrégé)

adv.
plus souvent.
Étymologie: πλέον, -ακις.

Greek Monolingual

ΝΑ, πλεονάκι και πλειονάκις και πλειονάκι Α
επίρρ. (ως χρον.) με μεγαλύτερη συχνότητα, συχνότερα
αρχ.
1. πολλές φορές, συχνά
2. πάρα πολύ συχνά, με εξαιρετικά μεγάλη συχνότητα
3. με πολλαπλασιασμό με μεγαλύτερο αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλε()ον, ουδ. του πλείων + επιρρμ. κατάλ. -άκι(ς) (πρβλ. πλειστ -άκις)].

Greek Monotonic

πλεονάκις: [ᾰ], επίρρ. (πλέων), πιο συχνά, συχνότερα, σε Πλάτ.· περισσότερες φορές, συχνά, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

πλεονάκις: (ᾰ) adv.
1) многократно, часто (ἢ ἅπαξ ἢ καὶ π. Plat.; λέγειν τὸ αὐτό Arst.);
2) большее число раз: ἐλάττων π. γενέσθαι Plat. возникнуть от умножения меньшего числа на большее.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεονάκις [πλέον] adv., vaker, herhaaldelijk; vermenigvuldigd met een groter getal. Plat. Tht. 148a.

Middle Liddell

πλέων
more frequently, oftener, Plat.: several times, frequently, Arist.

English (Woodhouse)

oftener

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)