κάρβανος
ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)
English (LSJ)
ον, A = βάρβαρος, outlandish, foreign, A.Supp.914; Χείρ Id.Ag.1061, cf.Lyc.1387: also καρβάν, Hsch.s.v. ἐκαρβάνιζεν; acc. καρβᾶνα, αὐδάν A.Supp.129 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κάρβᾱνος: -ον, = βάρβαρος, ξένος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 914 χεὶρ Ἀγ. 1061, πρβλ. Λυκόφρ. 1387· αἰτ. καρβᾶνα Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 129. - Καθ' Ἡσύχ.: «κάρβανοι καὶ πισσᾶται, οἱ ἀλφὸν ἢ λέπραν ἔχοντες. Ἕλληνες δὲ τοὺς βαρβάρους, οἱ δὲ τοὺς Κᾶρας».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle une langue étrangère ; barbare.
Étymologie: DELG emprunt certain, mais obscur.
Greek Monolingual
κάρβανος, -ον (Α)
βάρβαρος, ξένος («κάρβανος ὤν δ' Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν» — ενώ είσαι βάρβαρος, φέρεσαι με μεγάλη αλαζονεία στους Έλληνες, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. καρβάν].
Greek Monotonic
κάρβᾱνος: -ον, = βάρβαρος, αλλοδαπός, ξένος, σε Αισχύλ. (ξέν. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
κάρβᾱνος: II ὁ чужеземец Aesch.
чужестранный, иноземный (αὐδά Aesch.).
Middle Liddell
κάρβᾱνος, ον = βάρβαρος
outlandish, foreign, Aesch. [Foreign word.]