εὔπλοια
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
poet. εὐ-οΐη, ἡ,
A a fair voyage, εἰ δέ κεν εὐπλοίην δώῃ… ἐννοσίγαιος Il.9.362; εὔπλοιαν ἔπραξαν A.Supp. 1045 (lyr.); εὐπλοίας τυχών S.OT423, etc. (εὐπλοΐη is required by the metre in AP9.9 (Polyaen.), 107 (Leon. or Antip. Thess.), BMus.Inscr.1012 (Chalcedon); εὐπλωΐα Cat.Cod.Astr.2.169.) II Εὔπλοια, a name of Aphrodite, IGRom.3.921 (Cilicia), IPE1.94 (Olbia), Paus.1.1.3; on a lamp dedicated to Helioserapis, IG14.2405.48 (Puteoli). III dub. sens. in PCair.Zen.15r.40 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1089] ἡ, ion. u. ep. εὐπλοίη, auch εὐπλοΐη, Polyaen. 2 (IX, 9), gute, glückliche Schifffahrt, Il. 9, 362; Aesch. Suppl. 1030; Soph. Phil. 1451 O. R. 423; Ep. ad. 203 (App. 283); auch in sp. Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπλοια: ποιητ. εὐπλοΐη, ἡ, καλὸς πλοῦς, καλὸν ταξείδιον, εἰ δέ κεν εὐπλοίην δώῃ... ἐννοσίγαιος Ἰλ. Ι. 362· εὔπλοιαν ἔπραξαν Αἰσχύλ. Ἱκ. 1046· εὐπλοίας τυχὼν Σοφ. Ο. Τ. 423, κτλ. Τὸν τύπον εὐπλοΐη ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Ἀνθ. Π. 9. 9 καὶ 107, παράρτ. 283, ἀλλ’ οὐχὶ ἐν Ἰλ. (ἀλλὰ νεώτεραί τινες ἐκδόσεις ἔχουσιν εὐπλοΐην). ΙΙ. Εὔπλοια, ἐπώνυμον τῆς Ἀφροδίτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 4443.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
heureuse navigation.
Étymologie: εὔπλοος.
Greek Monolingual
η (Α εὔπλοια, ή και ιων. τ. εὐπλοΐη και εὐπλωΐα)
1. καλός πλους, ουριοδρομία, καλό και γρήγορο ταξίδι
2. επών. της Αφροδίτης ως προστάτιδας αυτών που ταξιδεύουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευπλο- (του εύπλους) + κατάλ. -ια (πρβλ. αντί-πλοια, ά-πλοια)].
Greek Monotonic
εὔπλοια: ποιητ. -οΐη, ἡ (εὔπλοος), καλό ταξίδι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὔπλοια: эп. εὐπλοίη, поэт. εὐπλοΐη ἡ счастливое плавание Hom., Aesch., Soph., Plut.
Middle Liddell
εὔπλοος
a fair voyage, Il., Soph.