τετραοίδιος

From LSJ
Revision as of 08:45, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰοίδιος Medium diacritics: τετραοίδιος Low diacritics: τετραοίδιος Capitals: ΤΕΤΡΑΟΙΔΙΟΣ
Transliteration A: tetraoídios Transliteration B: tetraoidios Transliteration C: tetraoidios Beta Code: tetraoi/dios

English (LSJ)

ον,    A of four notes, in Music, name of a Νόμος of Terpander, Plu.2.1132d.

German (Pape)

[Seite 1098] von viererlei Melodie, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τετραοίδιος: -ον, σύνθετος ἐκ τεσσάρων ῥυθμῶν, ἐν τῇ μουσικῇ, Πλούτ. 2. 1132D, ἴσως διορθωτ. τετραῴδιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ως ονομασία νόμου του Τερπάνδρου) ο σύνθετος από τέσσερεις ρυθμούς, αυτός που έχει μελωδία τεσσάρων ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + ἀοιδή «ωδή, τραγούδι» + κατάλ. -ιος].

Russian (Dvoretsky)

τετραοίδιος: четырехнотный (ὁ κιθαρῳδίας νόμος Plut.).