γαργαρεών

From LSJ
Revision as of 17:10, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαργᾰρεών Medium diacritics: γαργαρεών Low diacritics: γαργαρεών Capitals: ΓΑΡΓΑΡΕΩΝ
Transliteration A: gargareṓn Transliteration B: gargareōn Transliteration C: gargareon Beta Code: gargarew/n

English (LSJ)

ῶνος, ὁ,    A uvula, Hp.Prog.[23], Arist.Resp.474a20; γ. ἀνεσπασμένος Hp.Epid.3.1.σ, cf. Gal.UP7.5.    2 a morbid condition thereof, = σταφυλή, Hp.Aff.4.    3 trachea, Arist.HA492b11.

German (Pape)

[Seite 475] ῶνος, der Zapfen im Munde, Arist. H. A. 1, 11; Medic.

Greek (Liddell-Scott)

γαργαρεών: -ῶνος, ὁ, ἡ σταφυλὴ ἐν τῷ στόματι, Λατ. uvula, Ἱππ. Προγν. 45, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 7· γ. ἀνεσπασμένος Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1074. Πρβλ. πρηγορεών.

Spanish (DGE)

-ῶνος, ὁ
medic.
1 úvula, campanilla Hp.Prog.23, Morb.2.10, 29, 33, Epid.3.1.6, Arist.Iuu.474a20, HA 492b10, Gal.3.526, 14.713, Cyran.4.77.4, 6.4.2, Erot.29.16, Hsch.
2 inflamación aguda de la campanilla ἢν δὲ ἡ σταφυλὴ κατακρεμασθῇ καὶ πνίγῃ, ἔνιοι δὲ τοῦτο καλοῦσι γαργαρεῶνα Hp.Aff.4.

Greek Monolingual

γαργαρεών, ο (AM)
η επιγλωττίδα, η σταφυλή της υπερώας
αρχ.
η τραχεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαργαρίζω. Πρόκειται για μεταρρηματικό τ. (πρβλ. ανθερεών)].

Russian (Dvoretsky)

γαργᾰρεών: ῶνος ὁ язычок заднего неба (uvula) Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γαργαρεών -ῶνος, ὁ γαργαρίζω: onomat. gorgelen] huig.