μεταλήγω

From LSJ
Revision as of 12:15, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταλήγω Medium diacritics: μεταλήγω Low diacritics: μεταλήγω Capitals: ΜΕΤΑΛΗΓΩ
Transliteration A: metalḗgō Transliteration B: metalēgō Transliteration C: metaligo Beta Code: metalh/gw

English (LSJ)

Ep. μεταλλήγω,    A leave off, cease from, c. gen., μεταλλήξαντι χόλοιο Il.9.157, cf. h.Cer.339: abs., in Ep. impf. μεταλλήγεσκεν, A.R.3.951.

German (Pape)

[Seite 148] nachher aufhören, ablassen, von Etwas, μεταλλήξαντι χόλοιο, Il. 9, 157. 261. 299, H. h. Cer. 340, überall in der epischen Form mit doppeltem λ., μεταλλήγεσκεν, Ap. Rh. 3, 951.

Greek (Liddell-Scott)

μεταλήγω: Ἐπικ. μεταλλήγω, μέλλ. -ξω· ― ἀφίνω, λήγω, παύομαι ἀπό τινος, μετὰ γεν. μεταλλήξαντι (Ἐπικ. τύπ.) χόλοιο, «παυσαμένῳ τῆς ὀργῆς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 157, 261, 299· Ἐπικ. παρατ. μεταλλήγεσκεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 951.

French (Bailly abrégé)

mettre fin à, cesser, gén..
Étymologie: μετά, λήγω.

English (Autenrieth)

aor. opt. μεταλλήξειε, part. -λλήξαντι: cease from. (Il.)

Greek Monolingual

μεταλήγω, επικ. τ. μεταλλήγω (Α)
παύω, σταματώ, διακόπτω κάτι.

Greek Monotonic

μεταλήγω: Επικ. μεταλ-λήγω, μέλ. -ξω, αφήνω, παρατώ, σταματώ, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μεταλήγω: эп. μεταλλήγω оставлять, прекращать: μ. χόλοιο Hom., HH оставить (свой) гнев.

Middle Liddell

epic μεταλ-λήγω fut. ξω
to leave off, cease from, c. gen., Il.