ἀπαναγκάζω

From LSJ
Revision as of 14:25, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰναγκάζω Medium diacritics: ἀπαναγκάζω Low diacritics: απαναγκάζω Capitals: ΑΠΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: apanankázō Transliteration B: apanankazō Transliteration C: apanagkazo Beta Code: a)panagka/zw

English (LSJ)

   A force away, τι ἀπό τινος Hp.Art.2; opp. προσαναγκάζω, ib. 14; simply, = ἀναγκάζω, ib.58, cf. Str.2.1.31, PFay.122.18 (100 A.D.):—freq. as f.l. for ἐπαν- as Plb.4.46.6, 5.24.1, Them.Or. 33.367a.

German (Pape)

[Seite 277] zwingen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαναγκάζω: μέλλ. -άσω, ἐπαναγκάζω, ὑποτείνας τοὺς δακτύλους, ἀπαναγκάζοι ἀπὸ τῶν πλευρέων κτλ. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 780· ἐν τῇ ἐκδόσει του Κühn ὑπάρχει τὸ ἁπλοῦν ῥῆμα ἀναγκάζοι, ἴδε ἔκδ. Λιττρ. τ. 4. σ. 82· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ προσαναγκάζω, αἱ γὰρ ἐπιδέσιες οὐδέν τι μᾶλλον προσαναγκάζουσιν ἢ ἀπαναγκάζουσιν αὐτ. 792: ― συχν. ὡς ἐσφαλμ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἐπαναγκάζω.

Spanish (DGE)

1 forzar a apartarse un hueso ἀπὸ τῶν πλευρέων Hp.Art.2, del brazo αἱ γὰρ ἐπιδέσιες οὐδέν τι μᾶλλον προσαναγκάζουσιν ἢ ἀπαναγκάζουσιν pues los vendajes no le fuerzan ni a aproximarse ni a apartarse Hp.Art.14.
2 en v. med. verse forzado (σκέλος) συνυπουργέον γὰρ ἐκείνῳ ... ἀπαναγκάζεται εἶναι (la pierna sana) se ve obligada a ayudar a la otra Hp.Art.58
resultar forzoso οὐδε γὰρ ὑπὸ μεγέθους ἀπηναγκάσθαι λέγοι ἄν no se podría decir que resulta forzoso por causa de las dimensiones Str.2.1.31
de donde en v. act. obligar a c. inf. ἀποτῖσαι PFay.122.18 (I d.C.), βαδίσαι E.Ep.5.28.

Greek Monolingual

ἀπαναγκάζω (Α)
εξαναγκάζω, υποχρεώνω.