ἄτιτος
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ον, (τίνω) A unavenged, Il.13.414. 2 unpaid, ποινή ib.14.484 [where ῑ]. 3 not liable to penalty, IG4.498 (Mycenae). II (τίω) unhonoured, Menecr.Xanth.4.
German (Pape)
[Seite 387] ungerächt, Il. 13, 414; ποινή, ungebüßt, 14, 484; – ungeehrt, Dion. Hal. 1, 38. S. das Vor.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
adj. m.
1 impuni;
2 non payé, non acquitté.
Étymologie: ἀ, τίω.
Spanish (DGE)
(ἄτῐτος) -ον
• Prosodia: [ῑ Il.14.484]
I 1no pagado ποινή Il.l.c.
2 no vengado ἄ. κεῖτ' Ἄσιος Il.13.414.
3 deshonrado ἄ. ἐὼν ὑπὸ Ἀλεξάνδρου Menecr.Xanth.3, cf. Alc.68.4 (var.).
II que no paga, exento de pago αἱ δε τί κα πένηται, ἄτιτον αὐτὸν ἦμεν IG 4.498.8 (Micenas).
Greek Monolingual
ἄτιτος, -ον (Α)
1. αυτός που παραμένει ανεκδίκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + τίνω «πληρώνω, ανταποδίδω, εκδικούμαι»].
Greek Monotonic
ἄτῐτος: -ον (τίω)·
I. ατιμώρητος, ανεκδίκητος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. απλήρωτος, στο ίδ. [όπου ῑ].
Russian (Dvoretsky)
ἄτῐτος: неотмщенный (ἄ. κεῖται Ἄσιος Hom.): ποινὴ ἄ. Hom. не понесенное наказание, неотмщенность.
Middle Liddell
[τίω]
I. unhonoured, unavenged, Il.
II. unpaid, Il. where ῑ].