θαρσούντως
Μισῶ πένητα πλουσίῳ δωρούμενον → Res pauper est odiosa, donans diviti → Ich hasse einen Armen, der demReichen gibt
English (LSJ)
Att. θαρρ-, Adv. from gen. pres. part. of θαρσέω,
A boldly, X.Smp.2.11, Phld.Rh.1.325S., Jul.Or.2.83a; θ. ἔχειν D.C. 53.3.
German (Pape)
[Seite 1187] ion. u. altatt., von Plat. an θαῤῥούντως, adv. des partic. praes. von θαρσέω, muthig, getrost, Xen. Conv. 2, 10; Sp., θαῤῥούντως ἔχω D. Cass. 53, 3.
Greek (Liddell-Scott)
θαρσούντως: παρὰ νεωτ. Ἀττ. θαρρ-, ἐπίρρ. ἐκ τῆς γεν. πληθ. τῆς μετοχ. τοῦ ἐνεστ. τοῦ θαρσέω, μετὰ θάρρους, Ξεν. Συμπ. 2, 11· θ. ἔχειν Δίων Κ. 53. 3.
French (Bailly abrégé)
ion. et anc. att. c. θαρρούντως.
Greek Monolingual
θαρσούντως (Α)
επίρρ. βλ. θαρρούντως.
Greek Monotonic
θαρσούντως: Αττ. θαρρ-, επιρρ. μτχ. ενεστ. του θαρσέω, με γενναιότητα, θαρραλέα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
θαρσούντως: новоатт. θαρρούντως [part. praes. к θαρσέω смело, отважно (διαπράττεσθαί τι Xen.).
Middle Liddell
[adverb from pres. part. of θαρσέω
boldly, courageously, Xen.