δίγυιος
From LSJ
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
English (LSJ)
ον, (γυῖον) A of two members, Mart. Cap.9.989,990. II as expl. of διάγυιος, Aristid.Quint.1.16.
Greek (Liddell-Scott)
δίγυιος: -ον, (γυῖον) ὁ δύο ἔχων μέλη, παρὰ τοῖς μουσικοῖς συγγραφεῦσι.
Spanish (DGE)
-ον
métr. de dos miembros dicho del pie métrico llamado παίων διάγυιος Aristid.Quint.37.9.
Greek Monolingual
δίγυιος, -ον (Α)
μουσ. αυτός που έχει δύο μελωδίες, δύο τόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -γυιος < γυίον «μέλος»].